ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΘΕΜΑΤΑ ΑΠΟ ΠΑΛΙΑ ΒΙΒΛΙΑ -2-
φαιροεσ νησοι
Ο
ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΩΝ ΠΟΝΕΜΕΝΩΝ
από το βιβλίο Ένα μήνα στον Βόρειο Πόλο του Θεμιστοκλή
Αθανασιάδη Νόβα
Το βιβλίο Ένα μήνα στον Βόρειο Πόλο |
Ο συγγραφέας, δημοσιογράφος και
κριτικός θεάτρου Θεμιστοκλής Αθανασιάδης Νόβας (Ναύπακτο 1899 - Κέρκυρα 1961) ήταν
ο πρώτος Έλληνας που πάτησε το πόδι του στις Φερόες Νήσους το καλοκαίρι του 1926,
σύμφωνα με τη δική του μαρτυρία, όπως αποτυπώθηκε στο θρυλικό για την εποχή του
βιβλίο Ένα μήνα στον Βόρειο Πόλο (Α΄ έκδ.
1932, Β΄ έκδ. 1962 με προσθήκη φωτογραφιών) όπου περιγράφει το ταξίδι του, διάρκειας
ενός μήνα στα Νορβηγικά Φιόρδ, τη Λαπωνία, τις Φαιρόαι Νήσους (με «αι» όπως το γράφονταν
τότε και όχι με «ε» όπως γράφεται σήμερα), την Ισλανδία, την Σπιτσβέργη και τον
Βόρειο Πόλο!
Οι περισσότεροι
ανακαλύψαμε τα Νησιά Φερόε από τις πρόσφατες απανωτές 2 νίκες της εθνικής ομάδας
ποδοσφαίρου τους απέναντι στη δική μας. Η εικόνα που μεταφέρει ο Θ. Αθανασιάδης
Νόβας από τα μακρυνά αυτά νησιά είναι ειδυλλιακή. Την εποχή που τα επισκέφτηκε όλοι
οι κάτοικοι επικοινωνούσαν μεταξύ τους με τηλέφωνο και δεν υπήρχε ούτε ένας αναλφάβητος.
Για φυλακές ούτε λόγος, πόσω μάλλον που
δεν υπήρχαν καν στη “μεγαλύτερη” γειτονική τους Ισλανδία! Ένας «παράδεισος των
πονεμένων» ήταν τα Νησιά Φαιρόε, όπου οι κάτοικοί τους δούλευαν σαν σκλάβοι και
ζούσαν σαν βασιλιάδες. Έτσι τα χαρακτήρισε ο συγγραφέας, και μάλλον ακόμα κάπως
έτσι θα είναι…
Ακολουθεί το κείμενο: (η φωτογραφία προέρχεται από το βιβλίο)
Ο ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ δεν πέθανε! τα παλιά μυθιστορήματα των θαλασσινών με
τις τρικυμίες, τα ειδύλλια και τα πένθη ζουν ακόμα. Αλλά κυνηγημένα από τα
ρεύματα της εποχής, δαρμένα από τούς ανέμους της μόδας έχουν εκβραστεί μακριά
στις απόμερες γωνιές, σε λιμανάκια μυστικά και ανυποψίαστα, σε νησάκια χαμένα ανάμεσα
ουρανού και πελάγου.
Ανοίξτε
το χάρτη. Απ’ τη Νορβηγική Μόλντε όπου σας άφηκα, βγείτε άφοβα στο ελεύθερο
πέλαγο, ακολουθώντας με το δάκτυλο την εξηκοστή δεύτερη μοίρα, μακριά ίσαμε τα
ρεύματα του ωκεανού. Ανάμεσα Σκωτίας και Ισλανδίας το δάχτυλό σας θα συναντήσει
κάτι μαύρες κουκκίδες και, αν ο χάρτης σας είναι καλός, θα σημειώνει στο πλάι
τους ένα παράξενο όνομα: Φαιρόαι νήσοι. Εκεί μπορείτε ν’ αράξετε λίγες ώρες και
να ξαναζήστε το θαλασσινό μυθιστόρημα πού σας συγκινούσε μικρά παιδιά. Αλήθεια
το μυθιστόρημα των νησιών αυτών είναι σήμερα ξανατυπωμένο με την τέχνη ενός σύγχρονου
πολιτισμού, αλλά η πλοκή, η ιστορία του διατηρείται απαράλλαχτη πάντα, το ίδιο απλή,
το ίδιο τραγική και το ίδιο ωραία όπως τον παλιό καιρό του ρομαντισμού.
Το αληθινό ταξίδι ως εκεί είναι βέβαια κάπως δυσκολότερο
απ’ το ταξίδι του χάρτη. Χρειάζονται δυο ολόκληρες μέρες και δυο νύχτες, ας
πούμε τέσσερες μέρες αφού κι οι νύχτες είναι φωτεινές απάνω στο κύμα του Ατλαντικού.
Και το κύμα δεν αστειεύεται. Μας άρπαξε
κακοχαϊδεμένους απ' τη γαλήνη των φιόρδ και μας τράνταξε απάνω και κάτω,
σοβαρά, ψυχρά κι επίσημα, σαν να ήθελε να μας πή: εδώ είναι Ωκεανός!
Αυτές τις δυο μέρες και τις δυο νύχτες το μάτι μας δεν
είδε τίποτε άλλο παρά νερό και συννεφιά. Επιτέλους το απόγεμα της δεύτερης
μέρας ξεχωρίζουμε ανάμεσα στην ερημιά του ωκεανού μια γλυκούλα όαση γης και ήλιου.
Είναι η πρώτη φορά καθώς αφήσαμε το Αμβούργο που ο Βορράς μας σερβίρει φρέσκο
φως. Μια ολόκληρη εβδομάδα μας τροφοδοτούσε ακατάπαυστα μ’ εκείνο το ψεύτικο,
παγωμένο, θα ’λεγα φως
του κουτιού. Βέβαια ούτε τώρα δεν είναι ο ελληνικός μας ήλιος. Αλλά υπάρχει
τέλος πάντων στον ουρανό ένας δίσκος χρυσός, στεκόμαστε στην πλώρη του βαποριού
και τον κοιτάμε κατάματα σαν ειδωλολάτρες.
Οι Φαιρόες νήσοι είναι ένα σύμπλεγμα εικοσιδυό μικρών
νησιών πού τα φέραν στην επιφάνεια του νερού οι εκρήξεις των ηφαιστείων και τα αποίκισαν
τον 9ο αιώνα οι θαλασσομάχοι Νορβηγοί. Έτσι καθώς είναι μικρά, βραχώδη και απομακρισμένα
νομίζει κανείς πώς τ' ανακαλύπτει για πρώτη φορά και πως δεν κατοικούνται από ανθρώπους.
Όμως απάνω στην άγονη πέτρα τους, όπου κανένα δέντρο δε φυτρώνει, έχει
ριζοβολήσει και ανθεί ένας ευγενέστατος πολιτισμός, μια ζωή ανθρώπινη γεμάτη
ιδανικά, ελευθερία και μόχθο.
Έξω και γύρω τους βογκούσε το κύμα σα να ήθελε να τα χωρίσει
από την άλλη ανθρωπότητα. Ανάμεσά τους βασίλευε μια μακάρια γαλήνη που τα ’δενε
με δεσμούς συμβολικούς. Κόσμος ξεχωριστός με δικές του χαρές, δικά του βάσανα και
δική του μοίρα. Στο μεσαίο νησί και το πιο μεγάλο είναι φωλιασμένη η πρωτεύουσα
του συμπλέγματος, το Θόρσχαφν. Θόρσχαφν σημαίνει το λιμάνι του Θορ, του Διός σα
να πούμε της βορινής μυθολογίας. Δε θα ’χει παραπάνω από δυόμισυ χιλιάδες ανθρώπους.
Οι άλλοι Φαιροϊνοί –είκοσι χιλιάδες όλοι-όλοι– είναι σκορπισμένοι στ’ άλλα
δεκαέξι κατοικήσιμα νησάκια. Με το κιάλι ξεχωρίζω μακριά τα κρυμμένα θαλασσοχώρια.
Παντού πρασινάδα, αλλά δέντρο δε φαίνεται πουθενά.
Μπαίνουμε
στο λιμάνι της πρωτεύουσας. Πρώτη μας δουλειά να γυρίσουμε τα ρολόγια μας μια ώρα
πίσω με το χρονόμετρο της Δυτικής Ευρώπης, κερδίζουμε παραπάνω μια ώρα ζωής. Στην
προκυμαία μαζεμένες γυναίκες. Μήπως δεν έχει άντρες αυτό το νησί; Οι άντρες,
μου λένε, λείπουν. Εδώ και κάμποσες ώρες έχουν βγει στο ψάρεμα. Υπάρχει δουλειά
εκεί έξω. Τα ψάρια έρχονται μπουλούκια-μπουλούκια, μαυρίζει το βάθος του νερού.
Οι άνθρωποι πέφτουν απάνω τους με τα μούτρα. Αγκυστρώνουν,
χτυπούν, πιάνουν στα δίχτυα. Θησαυρός. Έπειτα αρχίζει η δουλειά των γυναικών,
σκίσιμο, αλάτισμα, στέγνωμα. «Δεν είδατε σήμερα με τον ήλιο πώς έχουν απλώσει
τους μπακαλιάρους να ξεραθούν;» Είδαμε αλήθεια στους βράχους της παραλίας
μεγάλες εκτάσεις ν’ ασπρίζουν από μακριά. Που να φανταστεί κανείς πως είναι
ψάρια. Είπαμε θα ’ναι πάγοι ή απλωμένα πανιά.
Το Θόρσχαφν είναι ποτισμένο με τη μυρουδιά του ψαριού.
Παντού όπου πάτε αναπνέετε αρμύρα και λέπια. Στους δρόμους, στα σπίτια σας μεθά
το ιώδιο. Οι Φαιροϊνοί είναι πρώτα-πρώτα ψαράδες, έπειτα κτηνοτρόφοι και κυνηγοί.
Κυνηγάνε θαλασσοπούλια. Αναρίθμητα κοπάδια ξεπέφτουν στις ακρογιαλιές τους. Η
κτηνοτροφία τους περιορίζεται σε πρόβατα και σε
κατοικίδια ζώα, αλλά όλα της καλύτερης ράτσας. Η λέξη Φαιρόαι σημαίνει
νησιά των προβάτων.
Ανηφορίζω στα δρομάκια του χωριού όπως μέσα σε σελίδες
μυθιστορήματος. Υπάρχει τόση ποίηση στον πολιτισμό αυτών των απλών ανθρώπων! Αλλού
η θάλασσα έχει γίνει κανάλι μέσα στο βράχο και σχηματίζει μια περίεργη φτωχή
Βενετία. Αλλού τα σπίτια φωλιάζουν σα θαλασσοπούλια στο γκρεμό –χαμηλά
ξυλόσπιτα αλειμμένα με πίσσα όπως οι καρίνες των καραβιών. Στις σκεπές φυτρώνει
παχύ το χορτάρι και μπορούν να το βόσκουν τα πρόβατα. Είναι παλιό σύστημα του Βορρά
για να προστατεύονται τα σπίτια απ’ το χιόνι. Ψηλά στην κορφή του βουνού βλέπω
στα φυσικά μπαλκόνια των βράχων, τα αιώνια ξέγναντα των νησιών, οπού οι
γυναίκες πηγαίνουν ν' αγναντέψουν τα καΐκια των αγαπημένων τους –εκείνα που
φεύγουν, εκείνα που έρχονται και τ' άλλα που δε φαίνονται να γυρίζουν... Ω, η
ζωή δεν είναι πάντοτε ρόδινη σ' αυτό το νησί. Τα καλοκαίρια περνούν βιαστικά,
οι χειμώνες έρχονται άγριοι, με σκοτεινιές, με τρικυμίες, με πάγους. Εφτά μήνες
–μου λένε– τον περασμένο χειμώνα δεν είδαμε μια μέρα θεού. Και ό,τι δεν μου
λένε οι άνθρωποι μου τα διηγιέται σιωπηλά το νεκροταφείο. Ένα πένθιμο ειδύλλιο
πλέκεται εκεί μέσα. Σκυφτές οι μαυρομαντηλούσες φροντίζουν τα σπάνια άνθη των νεκρών.
Είδα εκεί τη μικρότερη τριανταφυλλιά του κόσμου. Μόλις δυο δάχτυλα από το χώμα έβγαινε
το μοναδικό τριαντάφυλλο. Συλλογίζομαι, πόσοι από τους τάφους αυτούς είναι
άδειοι γιατί οι νεκροί τους αναπαύονται στα βάθη των ωκεανών. Μολαταύτα οι
Φαιροϊνοί είναι ερωτευμένοι με το νησί τους και δε θα το άλλαζαν με όλους τους
παράδεισους της γης. Αυτός είναι ο δικός τους παράδεισος, ο παράδεισος των πονεμένων.
Αλλά σας μίλησα πολύ για τη ρομαντική του ομορφιά και
μπορεί να νομίσετε ότι εδώ πέρα δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά τρικυμία, βιοπάλη
και θάνατος. Ε, λοιπόν η ζωή του Θόρσχαφν είναι τόσο πολιτισμένη όσο και η ζωή
της ωραιότερης πολιτείας του Βορρά. Και είναι μαζί, τόσο φρέσκη, τόσο δραματικά
αφελής όσο ή ζωή των παλιών καλών μυθιστορημάτων. Οι ψαράδες αυτοί ξέρουν να δουλεύουν σαν σκλάβοι και ξέρουν να ζουν σα βασιλιάδες.
Τα σπίτια τους είναι μαζί καράβια και παλάτια. Έχουν εκεί τα όπλα της δουλειάς
τους και όλο τον τρόπο των ανέσεων. Έχουν τα λουλούδια τους πίσω απ’ τα παράθυρα
και τη βιβλιοθήκη τους στον τοίχο. Έχουν το ηλεκτρικό τους φώς και το τηλέφωνο.
Μάλιστα, στο Θόρσχαφν των δυόμισι χιλιάδων κατοίκων μπορείς να μιλήσεις από
σπίτι σε σπίτι με το τηλέφωνο. Να σας πω τώρα ότι η λέξη αναλφαβητισμός είναι άγνωστη
εδώ πέρα; Ότι οι δρόμοι λαμποκοπούν από πάστρα; Ότι τα καταστήματα είναι τόσο
αισθητικά συγυρισμένα όσο δεν είναι τα μεγαλύτερα καταστήματα των Αθηνών;
Μπαίνω σ’ ένα ξενοδοχείο. Η ξενοδόχα με υποδέχεται πρόσχαρη. Μου δείχνει τα καλοβαλμένα
δωμάτια με το απλό, πολιτισμένο κομφόρ. Εδώ κάθεται ένας Άγγλος περιηγητής, εκεί
ένας Δανός ζωγράφος. Στα παράθυρά τους το ειδυλλιακό πανόραμα του Θόρσχαφν. Άνθρωποι
που έχετε την ελευθερία των κινήσεών σας, ελάτε να ζήσετε ένα καλοκαίρι λήθης
και ρεμβασμού...
Στο κομψό σαλονάκι ξεφυλλίζω τον κατάλογο των ξένων
που πέρασαν από δώ. Έλληνας κανείς; Ποτέ, κανείς! Είμαι ο πρώτος. Μου δίνουν την
εφημερίδα της πόλης. Καλοτυπωμένη και με ωραίες εικόνες, είναι ίσως η περιεργότερη
εφημερίδα της γης. Τα άρθρα της γράφονται σε τρεις γλώσσες, δανικά, νορβηγικά,
φαιροϊκά. Οι Φαιρόες νήσοι είναι κτήση δανική. Έχουν όμως τοπικό κοινοβούλιο για
τα διοικητικά τους ζητήματα. Στη Γερουσία και στη Βουλή της Κοπεγχάγης
στέλνουν από ένα αντιπρόσωπο. Οι γυναίκες φυσικά έχουν ψήφο. Αλλά οι Φαιροϊνοί
είναι τρομεροί εθνικιστές. Εννοούν να επιβάλλουν την τοπική τους διάλεκτο και
ζητούν τελεία ανεξαρτησία. Μερικοί προτιμούν να ενωθούν με τους Νορβηγούς, με
τους οποίους συγγενεύουν περσότερο αφού είναι παλιοί άποικοι τους. Ο δημοκρατισμός
και η φιλελευθερία αυτού τού λαού είναι ένα πράγμα απίστευτο.
Ξαναβγαίνω στους ήσυχους δρόμους του δειλινού. Γυρίζοντας
άσκοπα συναντώ σκαλισμένο απάνω στο βράχο το μνημείο του ιατρού Νηλς Φίνσεν, εφευρέτη
της φωτοθεραπείας. Ήταν φαιροϊνός. Λίγο παραπάνω ένας πέτρινος οβελίσκος
θυμίζει την επίσκεψη τού βασιλιά Χριστιανού στά 1874. Οι βασιλικές επισκέψεις
ήταν τότε γεγονότα ιστορικά. Γύρω εκεί παίζουν αφρόντιστα παιδάκια, ντυμένα την
εθνική στολή τού νησιού. Η στολή αυτή μου θυμίζει το ντύσιμο του δικού μας Μιαούλη,
μόνο που ο ναυτικός σκούφος είναι παρδαλός, με μαύρες και κόκκινες ρίγες.
Πουθενά στα ταξίδια μου δεν είδα ωραιότερη ράτσα παιδιών. Η ομορφιά τους σας
χτυπά στο μάτι απ' την πρώτη στιγμή. Έπειτα σας ξαφνίζει η αφθονία τους. Μα
πόσοι είναι οι μικροί αυτοί έρωτες; τα σπίτια, οι δρόμοι γεμάτοι απ' την ξανθή
ομορφιά τους. Οι αξημέρωτες νύχτες του χειμώνα έχουν δώσει πλούσιους καρπούς.
Αλλά στην πέρα γειτονιά, εκεί που στέκουν τα ψηλά
ξυλόσπιτα των καπεταναίων, εκεί κάθονται οι ομορφονιές του νησιού. Εκεί κάθεται
η Πεντάμορφη, η Σταχτοπούτα. Κάθεται στο ψηλό παράθυρο και χτενίζει τα χρυσά
της μαλλιά. Νομίζετε πως σας λέω παραμύθι; Έτσι συλλογιζόμουν κι εγώ καθώς την κοίταζα,
συλλογιζόμουν πού την έχω δη, σε ποιο παραμύθι μέσα. Ήταν ένα τετράξανθο
κορίτσι δεκαοχτώ χρονών. «Του ναύτη η αγαπητικιά, του καπετάνιου η κόρη». Τα μαλλιά
της κύματα απάνω στους ώμους. Κρατούσε τον καθρέφτη κοντά στο παράθυρο και
χτενιζόταν τραγουδώντας. Η Λορελλάη! Πόση ώρα στάθηκα κάτω απ’ το σπίτι της; Το βαπόρι σφυρίζει αναχώρηση. Έ,
καπετάνιο, δεν υπάρχει τρόπος να γυρίσουμε το ρολό μας άλλη μια ώρα πίσω, άλλες
δυο, άλλες δέκα; Να το σταματήσουμε κάπου δια παντός; Η καπετανοπούλα με χαιρετάει
με το μαντήλι της. —Στο καλό, ξένε, στο καλό!—Έχε γεια, πεντάμορφη του
Θόρσχαφν! Μακριά, κάτω από άλλους ουρανούς, θα υπάρχει πάντοτε μια καρδιά που
θα σε συλλογίζεται χωρίς να το ξέρεις...
Στην προκυμαία οι συνταξιδιώτες μας κουβεντιάζουν
όπως-όπως με τα κορίτσια του χωριού. Παίρνουν διευθύνσεις, δίνουν διευθύνσεις
για ν’ ανταλλάξουν μακρινά κάρτ-ποστάλ. Το βαπόρι ξανασφυρίζει. Μα κανείς λοιπόν
δε θέλει να φύγει απ’ αυτό το νησί;
1 σχόλιο:
Αποσπάσματα από αυτό το κείμενο μαζί με τη συγκεκριμένη φωτογραφία υπήρχαν σε σχολικό βιβλίο της δευτέρας γυμνασίου της εποχής μου (1990-91).
Δημοσίευση σχολίου