PIERRE LOUŸS
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΒΙΛΙΤΩΣ
Μεταφραστής: Γκρέκο
Εισαγωγή-Επιμέλεια-Σημειώσεις: Νίκος Σταμπάκης
ISBΝ: 978-960-98084-6-0, διάστ. 17Χ12, σελ. 192, τιμή 8,00 €
Ποιος αναπλάθει αυτόν τον χαμένο κόσμο του εξαίσιου ερωτισμού, αυτήν τη γιορτή των αισθήσεων που τραβά ως το θάνατο; Η Βιλιτώ, αρχαία Ελληνίδα ποιήτρια από την Παµφυλία, φίλη και ερωμένη της Σαπφώς, ιερή εταίρα; Ή ο Πιερ Λουίς «μεταφραστής» της αλλά και δημιουργός της, παγανιστής στο κατώφλι του σύγχρονου κόσμου;
Τα Τραγούδια της Βιλιτώς χαρακτηρίστηκαν ως ένα από τα κλασικά αριστουργήματα της ερωτικής λογοτεχνίας, µε τεράστια επιρροή στις αναπαραστάσεις και θεωρήσεις της σεξουαλικότητας κατά τον 20ό αιώνα. Αποτέλεσαν λογοτεχνική φάρσα του συγγραφέα, αφού απέδωσε την πατρότητά τους όχι στον εαυτό του, για τον οποίο κράτησε απλά τη θέση του μεταφραστή, αλλά στη φανταστική Βιλιτώ από την Παµφυλία, την οποία βάζει να αυτοβιογραφείται μέσα από επιγράμματα που περιγράφουν διάφορα περιστατικά της ερωτικής της ζωής. Η Βιλιτώ –κατά τον συγγραφέα– υπήρξε ακόλουθη της Σαπφώς στην Λέσβο, που στη συνέχεια, μετά το χωρισμό της µε τον μεγάλο έρωτα της ζωής της την Μνασιδίκα, έγινε περίφημη εταίρα στην Κύπρο.
Ο συγγραφέας: Μια απ’ τις πιο ιδιότυπες περιπτώσεις της ύστερης γενιάς του γαλλικού συμβολισμού, ο Pierre Louÿs (1870-1925) έζησε τις τελευταίες δύο δεκαετίες της ζωής του μακριά από την κοινωνική ζωή, αφοσιωμένος στη συγγραφή πληθώρας ερωτικών κειμένων, που ενίοτε φτάνουν στις παρυφές του πορνογραφήματος. Τα πιο τολμηρά από αυτά εκδόθηκαν μετά το θάνατό του. Μολονότι συναναστράφηκε ελάχιστα τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής του, ο Louÿs αποτέλεσε πρότυπο για συγγραφείς της γενιάς του όπως ο André Gide και ο Paul Valéry, ενώ ο Claude Debussy μελοποίησε κάποια από τα κείμενα της Βιλιτώς το 1896-7.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
Άλλες γυναίκες ντύνονται μ’ άσπρο μαλλί. Άλλες φορούν μετάξι και χρυσάφι. Άλλες στολίζονται με λουλούδια, με πράσινα φύλλα και με τσαμπιά σταφυλιών.
Εγώ δεν ξέρω να ζω, παρά γυμνούλα. Αγαπημένε μου, πάρε με όπως είμαι: χωρίς φόρεμα, χωρίς κοσμήματα, χωρίς σαντάλια· να η Βιλιτώ ολάκερη.
Τα μαλλιά μου είναι μαύρα με τη μαυρίλα τη δικιά τους, τα χείλη μου κόκκινα με το δικό τους κοκκινάδι. Οι μπούκλες μου κυματίζουν ολόγυρά μου, ελεύθερες και στρογγυλές σα φτερούγες.
Πάρε με έτσι, όπως μ’ έκαμε η μάνα μου μέσα σε μια νύχτα μακρυνού έρωτα, κι αν σ’ αρέσω μην ξεχάσεις να μου το πεις.
ΣΤΑ ΣΤΗΘΗ ΤΗΣ
Λουλουδένιες σάρκες, ω στήθη μου! πόσον είσθε γεμάτα από ηδυπάθεια! Στήθη μου, όταν σας βάζω μέσα στα χέρια μου, πόσον μου φαίνεστε μαλακά και ζεστά και ευωδιασμένα.
Άλλοτε είσαστε παγωμένα σαν ένα στήθος αγάλματος, και σκληρά σαν τα μάρμαρα τα αναίσθητα. Από τότε που ελυγίσατε σας αγαπώ περισσότερο, εσάς που αγαπηθήκατε τόσο.
Το λείο και φουσκωμένο σχήμα σας είναι η δόξα του μελαχροινού κορμιού μου. Είτε σας φυλακίζω κάτω από το χρυσόπλεχτο δίχτυ, είτε σας ελευθερώνω και σας αφήνω ολόγυμνα, εσείς μου φανερώνετε πρώτα τη μεγαλόπρεπη ομορφιά σας.
Ας είστε λοιπόν ευτυχισμένα απόψε. Αν τα δάχτυλά μου γεννούν τα χάδια, σεις μόνα θα το μάθετε ως αύριο το πρωί. Γιατί αυτή τη νύχτα η Βιλιτώ πληρώνει τη Βιλιτώ.
Ο ΚΟΡΦΟΣ ΤΗΣ ΜΝΑΣΙΔΙΚΑΣ
Άνοιξε προσεχτική το χιτώνα της με το ένα χέρι και μου έδειξε τον κόρφο της τον τρυφερό και ζεστό, όπως προσφέρουνε στη θεά ένα ζευγάρι ζωντανά τρυγόνια.
«Αγάπα τα πολύ, μου είπε, τ’ αγαπάω τόσο κι εγώ! Είναι αξιαγάπητα σα μικρά παιδάκια. Φροντίζω γι’ αυτά σα μένω μονάχη. Παίζω μαζί τους· τους κάνω ευχαρίστηση.
»Τα λούζω με γάλα. Τα πουντράρω με άνθη. Τα μεταξωτά μαλλιά μου με τα οποία τα σφογγίζω, ευχαριστούν τις μικρές ρώγες των. Τα χαϊδεύω ανατριχιάζοντας. Τα κοιμίζω μέσα σε μαλλί.
»Αφού δε θα κάμω παιδιά, γίνου το βρέφος τους, αγάπη μου, και αφού βρίσκονται τόσο μακρυά από το στόμα μου φίλησέ τα για μένα».
ΤΟ ΠΑΡΑΦΟΡΟ ΑΓΚΑΛΙΑΣΜΑ
Αγάπα με, όχι με χαμόγελα, με ανθούς, με πλεγμένα λουλούδια, άλλα με την καρδιά σου και τα δάκρυά σου, όπως σ’ αγαπάω κι εγώ, με το στήθος μου και τ’ αναφυλλητά μου.
Όταν ο κόρφος σου ακουμπάει στον κόρφο μου, όταν αιστάνομαι τη ζωή σου ν’ αγγίζει τη δικιά μου, όταν τα γόνατα σου υψώνονται ξοπίσω μου, τότε το λαχανιασμένο στόμα μου δεν ξέρει πια να βρει το δικό σου.
Σφίξε με όπως σε σφίγγω! Ιδές, ο λύχνος ξεψυχά και κυλάμε μέσα στη νύχτα· κρατώ ωστόσο αγκαλιασμένο το λυγερό κορμάκι σου και ακούω τον ατελείωτο στεναγμό σου...
Βόγγα, βόγγα, βόγγα, ω γυναίκα! Η αγάπη μάς σέρνει προς τον πόνο. Λιγότερο θα πονούσες επάνω σ’ αυτό το κρεβάτι για να φέρεις στον κόσμο ένα παιδί, παρά για να γεννήσεις τον έρωτά σου.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Ο πρώτος μου χάρισε ένα περιδέραιο, ένα περιδέραιο από μαργαριτάρια, που αξίζει όσο και μια πολιτεία με τα παλάτια της και τους ναούς της και τους θησαυρούς της και τους σκλάβους της.
Ο δεύτερος έπλεξε για μένα στίχους. Έλεγε πως τα μαλλιά μου είναι μαύρα σαν τα μαλλιά της νύχτας και τα μάτια μου γαλάζια σαν τα μάτια της αυγής.
Ο τρίτος ήτονε τόσο όμορφο παλληκάρι, που κοκκίνιζε κι αυτή η μάνα του σαν τον φιλούσε. Έβαζε τα χέρια του απάνου στα γόνατά μου και κολλούσε τα χείλη του στο γυμνό μου ποδάρι.
Συ τίποτε δε μου ’πες. Τίποτε δε μου ’δωσες γιατ’ είσαι φτωχός. Κι ούτε ωραίος δεν είσαι. Όμως εσένα αγαπώ.
ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΣΕ ΕΝΑΝ ΕΡΑΣΤΗ
Αν θέλεις να σ’ αγαπήσει μια γυναίκα, ω νεαρέ φίλε, όποια κι αν είναι, μην της λες πως τη θέλεις, μα κάνε να σε βλέπει κάθε μέρα, κι υστέρα εξαφανίσου για να ξαναγυρίσεις πάλι.
Αν σου μιλήσει, να είσαι ερωτικός χωρίς πολύ ζήλο. Μόνη της θα ’ρθει σ’ εσένα. Αλλά κοίταξε να την αποχτήσεις με δύναμη την ημέρα που πρόκειται να σου δοθεί.
Όταν τη δεχτείς στην κλίνη σου, μη φροντίζεις για την ευχαρίστηση τη δική σου. Τα χέρια μιας γυναίκας αναμμένης από τον έρωτα, τρέμουν και δε μπορούν να χαϊδέψουν. Απάλλαξέ τα από το έργο αυτό.
Μα συ, κοίταξε να μη ζητήσεις ανασασμό. Μάκραινε τα φιλιά όσο βαστά η αναπνοή σου. Μην την αφήσεις να κοιμηθεί, όσο κι αν στο ζητάει. Και φίλα πάντα κείνο το μέρος του κορμιού της, όπου γυρίζει τα μάτια της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου