Οι εκδόσεις-βιβλιοπωλείο Φαρφουλάς σας εύχονται καλές γιορτές και σας χαρίζουν ένα παραμύθι...
Η Μάρω και οι καλικάτζαροι*
Μια φορά κι έναν καιρό, τα παλιά τα χρόνια, τα Χριστούγεννα έρχονταν οι καλικάτζαροι στον επάνω κόσμο και καθόταν μέχρι που φωτίζανε τα νερά την ημέρα των Φώτων. Όποιον έβρισκαν έξω την νύχτα του έκαναν κακό.
Σ’ ένα χωριό ζούσε μια κακιά γυναίκα που είχε μια δικιά της κόρη και μια προγονή που ήταν πιο όμορφη από τη δική της και δεν τη χώνευε καθόλου και ήθελε να της κάνει κακό. Την στέλνει μια μέρα να αλέσει στάρι στον νερόμυλο έξω από το χωριό. Η κακομοίρα άρχισε να κλαίει στον δρόμο που πήγαινε γιατί φοβότανε τα καρκατζούλια (καλικάτζαρους) που μαζεύονταν στους νερόμυλους και έπαιζαν με τ’ αλεύρι.
Σαν νύχτωσε και η φτωχή κοπέλα δε μπόρεσε να τελειώσει και να γυρίσει πίσω στο χωριό νωρίς, πλάκωσε μέσα στο μύλο να κρυφτεί μέχρι το πρωί.
Την είδαν οι καρκάτζαλοι και άρχισαν να την ρωτάνε πως την λένε κι εκείνη είπε Μάρω τη λένε.
Της λέει τότε ο αρχικαρκάτζαλος να τον παντρευτεί κι εκείνη τότε για να γλυτώσει ώσπου να φέξει ζήτησε να της φέρουν καινούργια ρούχα για να γίνει ο γάμος και ζήτησε να της φέρουν καβάδι. Τρέχουν οι καρκάτζαλοι στα μαγαζιά, βρίσκουν καβάδι και το πηγαίνουν κι άρχισαν να φωνάζουν: «Μάρω, Καρκάρω, πότε θα σε πάρω;»
Τότε τους λέει ο Μάρω: «Ξέχασα να σας πω να μου φέρετε και σαγιά, χωρίς αυτό πως θα παντρευτώ;»
Τρέχουν οι καρκάτζαλοι, την φέρνουν το σαγιά και φωνάζουν: «Μάρω, Καρκάρω, πότε θα σε πάρω;»
«Θέλω και παπούτσια», τους λέει αυτή. Τρέχουν, την φέρνουν και παπούτσια και φωνάζουν πάλι: «Μάρω, Καρκάρω, πότε θα σε πάρω;»
«Θέλω και φλουριά για το γάμο», τους λέει. Τρέχουν πάλι οι καρκάτζαλοι, βρίσκουν τα φλουριά και τα φέρνουν στη Μάρω. Φωνάζουν πάλι: «Μάρω, Καρκάρω, τώρα θα σε πάρω!»
Τότε τους λέει η Μάρω: «Μετά το γάμο τι θα φάμε; Να μου φέρετε μια κουτάλα λάδι να φτιάξουμε χυλό για να φάμε». Ώσπου να φέρουν το λάδι οι καρκάτζαλοι, έφεξε κι αυτοί κρύφτηκαν. Τότε η Μάρω φορτώνει το άλεσμα και γυρίζει στο σπίτι.
Την βλέπει η μητριά της που γύρισε και φορτωμένη με δώρα, τη ρωτάει τι έγινε, κι αυτή της τα είπε όλα, πως τα πήρε, όπως ακριβώς έγιναν. Η μητριά ζήλεψε κι έστειλε και τη δικιά της κόρη στο μύλο για να πάρει δώρα.
Μόλις έφτασε στο μύλο και νύχτωσε τη βλέπουν οι καρκάτζαλοι και άρχισαν να φωνάζουν: «Μάρω, Καρκάρω, πότε θα σε πάρω;» Τότε τους λέει αυτή: «Δε με λένε Μάρω, αλλά θέλω καβάδι, σάγια, παπούτσια και φλουριά κι άλλα πολλά πράγματα για να γίνω νύφη». Τρέχουν οι καρκάτζαλοι, τα παίρνουν όλα και γυρίζουν πίσω φωνάζοντας πότε θα γίνει ο γάμος. Τότε αυτή, έτσι κακιά που ήτανε, παίρνει τα δώρα και ετοιμάζετε να φύγει. Όμως δεν είχε φέξει να κρυφτούν οι καρκάτζαλοι, που την πιάνουν και την κάνουν μπλε-μαρέ απ’ το ξύλο. Την βάζουν στο γαϊδούρι και την στέλνουν στο χωριό. Μόλις τη βλέπει η μάνα της στα χάλια που είχε, την ρωτάει τι έγινε, κι αυτή της λέει ότι μετά τα δώρα που της έφεραν, αυτή ετοιμάστηκε να φύγει, την πιάσαν τότε και την έκαναν σ’ αυτά τα χάλια.
Η Μάρω τη χρονιά εκείνη βρήκε ένα καλό παλικάρι, παντρεύτηκε, έκανε πολλά παιδιά και ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα…
*Παραμύθι είναι από την Κυψέλη Καρδίτσας και συνέλλεξε ο Ε. Ζάχος Παπαζαχαρίου. Η εικόνα είναι λαϊκή χρωμολιθογραφία και εκτίθεται στο Λαογραφικό Μουσείο Αγιάσου της Λέσβου.