ΓΥΦΤΙΚΟ ΣΚΕΠΑΡΝΙ
Σαράντα χρόνια να κολλάς τσιρότα στην υδρόγειο
Τριάντα δόντια να πετάς ξοπίσω σαν χαλίκια
Είκοσι πρώτοι τόμοι απομνημονευμάτωνε
Μονάχα για την ενδομήτρια περίοδο
Και δέκα εντολές πίσω απ’ το τζάμι
Για να το σπάσεις σε ώραν έκταχτης ανάγκης
Κι εφτά αμαρτήματα σε τιμή δώρου:
Ύπαρξη κι ύπαρξη κι ύπαρξη κ. ο. κ.
Εννιά γραμμές ποιήματος χωρίς καμμιάν αιτία
Με δυο ενδιάμεσα κενά, π’ εγλύτωσαν πολύ φτηνά
Τρεις μάγοι που κρατάν χυλό χόβολη και χατζάρα
Τέσσαρες εποχές περνώ σε χειμερία νάρκη
Πέντε βδομάδες μες σ’ έν’ αερόστατο
Ένας θεός πατήρ παντοκράτωρ
Δυο πόδια που χωθήκανε σε μια μονάχα αρβύλα
Τρεις χωρικές που σεργιανάν με λικνιστά πανέρια
Τέσσαρες άνεμοι φυσάν κανείς τους δεν με παίρνει
Εφτά σοφοί, τρεις διεθνείς, μια καλαμιά στον κάμπο
Εννέα μούσες, ογδονταμιά ουρές
Τρία πουλάκια κάθουνταν και ομφαλοσκοπούσαν
Μηδέν-αγάς είν’ ο αγάς που για χατίρι του αγρυπνάς
Δυο γιους είχες μανούλα μου καιγόμουνα κι οι δύο
Εξήντα-εννιά σημαδιακό της γέννησής μου έτος
Τριάντα αργύρια το ποίημα ταρίφα.
1993
JUVE ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΦΑΡΦΟΥΛΑ
Οι δροσουλίτες έχουνε κι αυτοί τα εσώψυχά των
(Μελαγχολίες μεταστάσεις έριδες
Στο καφενείον ******) καθώς επίσης
Και οι εφτάψυχοι αστρολάβοι, κι οι εδώδιμοι
—Δεν είναι πια να τους μιλάς όταν στοχάζουνται
Περί της σημειωτικής των κουρδιστών πεντάλφα
Περί των αποκαλυφθέντων τριχωτών ημίθεων
Εντός του κούφιου καρβελιού που από την λύσσα του
Βάλθηκε σώνει και καλά να γίνει ηχείο
Που μεταδίδει το άσμα «η Παγγαία τήκεται
Μες στο δεξί αυτί του—(λέξις δυσανάγνωστος)
Κι εκείνος την εκχέει στο προτελευταίο τεύχος
Του περιοδικού—» (αιφνίδια παράσιτα
Που θα παρακαμφθούν με δυσκολία
Όπως εξ άλλου παρακάμπτονται τα όνειρα
Περί του απαισίου Hulk, τα δεκαοκτασύλλαβα
Αινίγματα που η απάντηση είναι ‘Σανταρόζα’
Τα διάστιχτα με περιττώματα κάστορος
—Ή σμηναγού—κροκοδείλια γοβάκια
Όπως τα παρακάμπτουν και τα διευθετούν
Όπως τα κρίνουν τα εκκρίνουν τα βιδώνουν
Σε παρατεταμένους ρυθμικούς λαρυγγισμούς
Όπως τα μετατρέπουν σε πειθήνιες κύστες
Όπως τα διευθετούν σε κάτω σιαγώνες φρύνων
Όπως τα στύβουν για να εξαγάγουν σημεία G
Όπως).
ΕΝΔΗΜΙΚΗ
Είχε την σαύρα της σιωπής αναμεσίς στα μάτια
Την βρύση απ’ όπου ανέβλυζαν τα φρύγανα ελύτρων
(Μιας κι οι επίορκοι αμολάν αητούς τις Τσικνοπέμπτες
Και τα τρυγόνια αιμάσσουνε στις εσοχές του θέρους)
Είχε τον ξέχειλο γιακά της ανοιχτής βιολέτας
Το μουσικό πετάρισμα βλεφάρων μαρμαρένιων
(Οίκοι της ώχρας που έσμιγαν σε ακόρεστες ενώσεις
Δακρύζαν κάτω απ’ ουρανό πανιού των ταυρομάχων)
Είχε τις φλέβες που έσπαζαν σε σιαμαίους κρίνους
Και την φωνή από κέρινο πηγάδι
Είχε τα μάτια θεωρείου που γκρεμίζεται
Μέσα σε νύχτα πίσσας και καυτού σανού
Είχε τα σμαραγδένια κάστρα των λεπτοδειχτών
Να τρεμοπαίζουν στην βοή του άλικου ήλιου
(Σαν παστουρμάς πετούμενος που μαγαρίζει ασπρόρρουχα
Σαν χείλη από βατόμουρα που πλέουν σ’ απνοίας λειμώνες)
Είχε τους αστραγάλους από ανθούσα μουσελίνα
Είχε τα μάτια σαν μνημόσυνα αμπελιών
Είχε το πτυχωμένο μαντήλι της ανατολής
Και τα ζαχαρωμένα κέρματα μες στις ρυτίδες του κυκλώνα
Είχε την προκοπή του δέρματος μες σ’ ουρανία κοιτίδα
Είχε την κρέμα ομορφιάς που αρμόζει σε γυναίκες
Τόσον ωραίες που οι τενόροι γίνονται τρέμουσες σκιές
Πενθούσες το απόλυτον εντός κοίλης κενότητος
Είχε το βλέμμα της σπασμένης τζαμαρίας
Από ξανθές και κόκκινες σταφίδες
(Αλλοτινή αντανάκλαση δύσεως μεθυστικής
Από γλυκόξινη κοιλιά πάπιας με πορτοκάλι)
Είχε το αίμα που έσπερνε χλωροφύλλη στα βρόγχια
Και το μικρό της δάχτυλο να τρίβει την κλωστή
Για να μαδήσει το παλίμψηστο σκορπώντας βιαστικά
Στον άνεμο φθίνουσες αγκυλώσεις.
ΟΛΗ Η ΑΛΗΘΕΙΑ
Επειδή λοιπόν ήθελε πολύ ν’ ανακαλύψει τι συνέβαινε, όταν πήρε να νυχτώνει κατέβηκε στην παραλία, στάθηκε στόνα του πόδι και πάτησε δυνατά την άμμο. Είχεν ωστόσο λησμονήσει πως αμέτρητα χρόνια τα παιδιά παίζουνε κουτσό δίχως αποτέλεσμα: το μόνο που επέτυχε ήτανε να χάσει την ισορροπία του και να σωριαστεί χάμου, ενώ τριγύρω ακούγονταν μικρά ψιθυριστά γελάκια.